κριάρι
Vzhled
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [ˈkɾja.ɾi]
podstatné jméno
[editovat]- rod střední
skloňování
[editovat]Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | κριάρι | κριάρια |
genitiv | κριαριού | κριαριών |
akuzativ | κριάρι | κριάρια |
vokativ | κριάρι | κριάρια |
význam
[editovat]- (v zoologii) beran
synonyma
[editovat]- (knižně) κριός
přísloví, rčení a pořekadla
[editovat]- του φτωχού τ΄ αρνί, κριάρι δε γίνεται
- καρτερώντας η αλεπού να πέσουν τα γλυκάδια του κριαριού, ψόφησε απ΄ την πείνα
- η αλεπού, περιμένοντας να πέσουν του κριαριού τ'αρχίδια, ψόφησε απ' την πείνα
související
[editovat]externí odkazy
[editovat]- Google Books. Vyhledávání výrazu "κριάρι" pro novořečtinu.