λαμπρότατος
Skočit na navigaci
Skočit na vyhledávání
starořečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]přepis
[editovat]- český: lamprotatos
přídavné jméno
[editovat]- trojvýchodné
skloňování
[editovat]Číslo | singulár | duál | plurál | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | λαμπρότατος | λαμπροτάτη | λαμπρότατον | λαμπροτάτω | λαμπροτάτα | λαμπροτάτω | λαμπρότατοι | λαμπρόταται | λαμπρότατᾰ |
genitiv | λαμπροτάτου | λαμπροτάτης | λαμπροτάτου | λαμπροτάτοιν | λαμπροτάταιν | λαμπροτάτοιν | λαμπροτάτων | λαμπροτάτων | λαμπροτάτων |
dativ | λαμπροτάτῳ | λαμπροτάτῃ | λαμπροτάτῳ | λαμπροτάτοιν | λαμπροτάταιν | λαμπροτάτοιν | λαμπροτάτοις | λαμπροτάταις | λαμπροτάτοις |
akuzativ | λαμπρότατον | λαμπροτάτην | λαμπρότατον | λαμπροτάτω | λαμπροτάτα | λαμπροτάτω | λαμπροτάτους | λαμπροτάτας | λαμπρότατᾰ |
vokativ | λαμπρότατε | λαμπροτάτη | λαμπρότατον | λαμπροτάτω | λαμπροτάτα | λαμπροτάτω | λαμπρότατοι | λαμπρόταται | λαμπρότατᾰ |
význam
[editovat]- nejjasnější, nejvíce zářivý; (přeneseně) nejskvělejší, naprosto úžasný - superlativ adjektiva λαμπρός
- φάσκων δὲ τὸν ἥλιον λίθον διάπυρον εἶναι καὶ τοῦτο ἠγνόει, ὅτι λίθος μὲν ἐν πυρὶ ὢν οὔτε λάμπει οὔτε πολὺν χρόνον ἀντέχει, ὁ δὲ ἥλιος πάντα τὸν χρόνον πάντων λαμπρότατος ὢν διαμένει.[1]
- ἐγὼ δοκῶ μνημονεύειν: καίτοι τό γε μνημονικὸν ἐπελαθόμην σου, ὡς ἔοικε, τέχνημα, ἐν ᾧ σὺ οἴει λαμπρότατος εἶναι:[2]