μπιχλιμπίδι

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [bixliˈbi.ði]

etymologie

[editovat]

Přes byzantinořecké λεμπλεμπίδι z turečtiny.

podstatné jméno

[editovat]
  • rod střední

skloňování

[editovat]
Substantivum singulár plurál
nominativ μπιχλιμπίδι μπιχλιμπίδια
genitiv μπιχλιμπιδιού μπιχλιμπιδιών
akuzativ μπιχλιμπίδι μπιχλιμπίδια
vokativ μπιχλιμπίδι μπιχλιμπίδια

význam

[editovat]
  1. tretka, cetka, cingrlátko, serepetička
    • Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο STAR μίλησε και για τον αδερφό του, που είναι καθηγητής Ηλεκτρονικής, αλλά δεν έχει καταφέρει να διοριστεί. Στο ερώτημα του δημοσιογράφου εάν θα τον βοηθούσε, ξεκαθάρισε ότι δεν θα έκανε μπιχλιμπίδι σε κανέναν απολύτως και είπε χαρακτηριστικά: «Ο αδερφός μου είναι...[1]

související

[editovat]

poznámky

[editovat]