Přeskočit na obsah

περιορισμένος

Z Wikislovníku

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [pɛ.ɾi.ɔ.ɾɪz.ˈmenɔs]

přídavné jméno

[editovat]
  • slovesné trpné

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ περιορισμένος περιορισμένη περιορισμένο περιορισμένοι περιορισμένες περιορισμένα
genitiv περιορισμένου περιορισμένης περιορισμένου περιορισμένων περιορισμένων περιορισμένων
akuzativ περιορισμένον περιορισμένη περιορισμένο περιορισμένους περιορισμένες περιορισμένα
vokativ περιορισμένε περιορισμένη περιορισμένο περιορισμένοι περιορισμένες περιορισμένα

význam

[editovat]
  1. omezený, ohraničený

související

[editovat]