στενός

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

Možná hledáte στενώς.

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [steˈno̞s]

dělení

[editovat]
  • στε-vός

přídavné jméno

[editovat]

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ στενός στενή στενό στενοί στενές στενά
genitiv στενού στενής στενού στενών στενών στενών
akuzativ στενό(ν) στενή στενό στενούς στενές στενά
vokativ στενέ στενή στενό στενοί στενές στενά

význam

[editovat]
  1. úzký

antonyma

[editovat]
  1. ευρύς, φαρδύς

související

[editovat]

starořečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [ste.nós] (attická klasická)
  • IPA: [lam.ˈbros] (byzantská pozdní)

přepis

[editovat]
  • (český): stenos

přídavné jméno

[editovat]
  • trojvýchodné
  • alfa purum

skloňování

[editovat]
Číslo singulár duál plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ στενός στενᾱ́ στενόν στενώ στενᾱ́ στενώ στενοί στεναί στενᾰ́
genitiv στενοῦ στενᾶς στενοῦ στενοῖν στεναῖν στενοῖν στενῶν στενῶν στενῶν
dativ στενῷ στενᾷ στενῷ στενοῖν στεναῖν μῑκροῖν στενοῖς στεναῖς στενοῖς
akuzativ στενόν στενᾱ́ν στενόν στενώ στενά στενώ στενούς στενάς στενᾰ́
vokativ στενέ στενᾱ́ στενόν στενώ στενᾱ́ στενώ στενοί στεναί στενᾰ́

význam

[editovat]
  1. úzký

související

[editovat]