τρομακτικός

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

Možná hledáte τρομακτικώς.

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [tro.mak.ti.ˈkɔs]

varianty

[editovat]

přídavné jméno

[editovat]
  • trojvýchodné

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ τρομακτικός τρομακτική τρομακτικό τρομακτικοί τρομακτικές τρομακτικά
genitiv τρομακτικού τρομακτικής τρομακτικού τρομακτικών τρομακτικών τρομακτικών
akuzativ τρομακτικό(ν) τρομακτική τρομακτικό τρομακτικούς τρομακτικές τρομακτικά
vokativ τρομακτικέ τρομακτική τρομακτικό τρομακτικοί τρομακτικές τρομακτικά

význam

[editovat]
  1. děsivý, strašidelný, příšerný, hrozný

související

[editovat]