υποδουλωμένος

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [i.po.ˈðu.lɔ.ˈme.nɔs]

etymologie

[editovat]

Vlastně příčestí trpné slovesa υποδουλώνωzotročit / zotročovat.

přídavné jméno

[editovat]
  • slovesné trpné
  • trojvýchodné
  • nestupňovatelné

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ υποδουλωμένος υποδουλωμένη υποδουλωμένο υποδουλωμένοι υποδουλωμένες υποδουλωμένα
genitiv υποδουλωμένου υποδουλωμένης υποδουλωμένου υποδουλωμένων υποδουλωμένων υποδουλωμένων
akuzativ υποδουλωμένον υποδουλωμένη υποδουλωμένο υποδουλωμένους υποδουλωμένες υποδουλωμένα
vokativ υποδουλωμένε υποδουλωμένη υποδουλωμένο υποδουλωμένοι υποδουλωμένες υποδουλωμένα

význam

[editovat]
  1. zotročený, podrobený, porobený, v područí
    • Για να διαιωνίζει την κυριαρχία του και να κρατά υποδουλωμένους λαούς και έθνη, ο ιμπεριαλισμός – το τελευταίο στάδιο του ξεπερασμένου σήμερα καπιταλισμού – αντιπαραθέτει τον κοσμοπολιτισμό στον εθνισμό των νεο-αποικιακών και εξαρτημένων χωρών, τον οποίο μάλιστα παρουσιάζει ως προοδευτικό και οικουμενικό, αλλά και ως αντίβαρο του διεθνισμού των «κολασμένων» της γης. – Aby utvrdil navěky svoji nadvládu a aby udržel v područí národy, imperialismus - poslední stádium dnes již překonaného kapitalismu - klade vedle sebe světoobčanství a národovectví neokoloniálních a závislých zemí, které vydává za pokrokové a univerzální, ale i jako protiváhu internacionalismu psanců této země.

antonyma

[editovat]
  1. χειραφετημένος, απελευθερωμένος

související

[editovat]