υποδουλωμένος
Skočit na navigaci
Skočit na vyhledávání
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [i.po.ˈðu.lɔ.ˈme.nɔs]
etymologie
[editovat]Vlastně příčestí trpné slovesa υποδουλώνω — zotročit / zotročovat.
přídavné jméno
[editovat]- slovesné trpné
- trojvýchodné
- nestupňovatelné
skloňování
[editovat]Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | υποδουλωμένος | υποδουλωμένη | υποδουλωμένο | υποδουλωμένοι | υποδουλωμένες | υποδουλωμένα |
genitiv | υποδουλωμένου | υποδουλωμένης | υποδουλωμένου | υποδουλωμένων | υποδουλωμένων | υποδουλωμένων |
akuzativ | υποδουλωμένον | υποδουλωμένη | υποδουλωμένο | υποδουλωμένους | υποδουλωμένες | υποδουλωμένα |
vokativ | υποδουλωμένε | υποδουλωμένη | υποδουλωμένο | υποδουλωμένοι | υποδουλωμένες | υποδουλωμένα |
význam
[editovat]- zotročený, podrobený, porobený, v područí
- Για να διαιωνίζει την κυριαρχία του και να κρατά υποδουλωμένους λαούς και έθνη, ο ιμπεριαλισμός – το τελευταίο στάδιο του ξεπερασμένου σήμερα καπιταλισμού – αντιπαραθέτει τον κοσμοπολιτισμό στον εθνισμό των νεο-αποικιακών και εξαρτημένων χωρών, τον οποίο μάλιστα παρουσιάζει ως προοδευτικό και οικουμενικό, αλλά και ως αντίβαρο του διεθνισμού των «κολασμένων» της γης. – Aby utvrdil navěky svoji nadvládu a aby udržel v područí národy, imperialismus - poslední stádium dnes již překonaného kapitalismu - klade vedle sebe světoobčanství a národovectví neokoloniálních a závislých zemí, které vydává za pokrokové a univerzální, ale i jako protiváhu internacionalismu psanců této země.