γενναιόδωρος

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [jɛ.nɛ.ˈo.ðɔ.ɾɔs]

přídavné jméno

[editovat]

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ γενναιόδωρος γενναιόδωρη γενναιόδωρο γενναιόδωροι γενναιόδωρες γενναιόδωρα
genitiv γενναιόδωρου γενναιόδωρης γενναιόδωρου γενναιόδωρων γενναιόδωρων γενναιόδωρων
akuzativ γενναιόδωρον γενναιόδωρη γενναιόδωρο γενναιόδωρους γενναιόδωρες γενναιόδωρα
vokativ γενναιόδωρε γενναιόδωρη γενναιόδωρο γενναιόδωροι γενναιόδωρες γενναιόδωρα

význam

[editovat]
  1. štědrý, velkorysý, velkodušný

synonyma

[editovat]
  1. μεγαλόψυχος, γενναιόφρων, ανοιχτοχέρης

antonyma

[editovat]
  1. τσιγκούνης, φειδωλός, φιλάργυρος

související

[editovat]