διεφθαρμένος
Skočit na navigaci
Skočit na vyhledávání
novořečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [ðjɛ.fθaɾ.ˈme.nɔs]
etymologie
[editovat]Ze starořečtiny. Vlastně příčestí trpné slovesa διαφθείρω — kazit, zkazit, korumpovat, hubit
přídavné jméno
[editovat]- slovesné trpné
- trojvýchodné
- stupňovatelné
skloňování
[editovat]Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | διεφθαρμένος | διεφθαρμένη | διεφθαρμένο | διεφθαρμένοι | διεφθαρμένες | διεφθαρμένα |
genitiv | διεφθαρμένου | διεφθαρμένης | διεφθαρμένου | διεφθαρμένων | διεφθαρμένων | διεφθαρμένων |
akuzativ | διεφθαρμένον | διεφθαρμένη | διεφθαρμένο | διεφθαρμένους | διεφθαρμένες | διεφθαρμένα |
vokativ | διεφθαρμένε | διεφθαρμένη | διεφθαρμένο | διεφθαρμένοι | διεφθαρμένες | διεφθαρμένα |