Přeskočit na obsah

κουραστικός

Z Wikislovníku

Možná hledáte κουραστικώς.

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [ku.ras.ti.ˈkɔs]

přídavné jméno

[editovat]
  • trojvýchodný

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ κουραστικός κουραστική κουραστικό κουραστικοί κουραστικές κουραστικά
genitiv κουραστικού κουραστικής κουραστικού κουραστικών κουραστικών κουραστικών
akuzativ κουραστικό(ν) κουραστική κουραστικό κουραστικούς κουραστικές κουραστικά
vokativ κουραστικέ κουραστική κουραστικό κουραστικοί κουραστικές κουραστικά

význam

[editovat]
  1. únavný, nudný

synonyma

[editovat]
  1. βαρετός

antonyma

[editovat]
  1. διασκεδαστικός, ακούραστος

související

[editovat]