κουραστικός
Vzhled
Možná hledáte κουραστικώς.
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [ku.ras.ti.ˈkɔs]
přídavné jméno
[editovat]- trojvýchodný
skloňování
[editovat]Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | κουραστικός | κουραστική | κουραστικό | κουραστικοί | κουραστικές | κουραστικά |
genitiv | κουραστικού | κουραστικής | κουραστικού | κουραστικών | κουραστικών | κουραστικών |
akuzativ | κουραστικό(ν) | κουραστική | κουραστικό | κουραστικούς | κουραστικές | κουραστικά |
vokativ | κουραστικέ | κουραστική | κουραστικό | κουραστικοί | κουραστικές | κουραστικά |