διασκεδαστικός

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

Možná hledáte διασκεδαστικώς.

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [ðʝa.scɛ.ðas.ti.ˈkɔs]

přídavné jméno

[editovat]
  • trojvýchodné

skloňování

[editovat]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ διασκεδαστικός διασκεδαστική διασκεδαστικό διασκεδαστικοί διασκεδαστικές διασκεδαστικά
genitiv διασκεδαστικού διασκεδαστικής διασκεδαστικού διασκεδαστικών διασκεδαστικών διασκεδαστικών
akuzativ διασκεδαστικό(ν) διασκεδαστική διασκεδαστικό διασκεδαστικούς διασκεδαστικές διασκεδαστικά
vokativ διασκεδαστικέ διασκεδαστική διασκεδαστικό διασκεδαστικοί διασκεδαστικές διασκεδαστικά

význam

[editovat]
  1. zábavný, legrační, sloužící k rozptýlení
    • Η φοιτητική ζωή μπορεί να είναι πολύ διασκεδαστική. – Studentský život umí být velmi zábavný.

antonyma

[editovat]
  1. βαρετός, κουραστικός, άδιασκεδαστος

související

[editovat]