πρόσωπο
Skočit na navigaci
Skočit na vyhledávání
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [ˈpɾɔ.sɔ.pɔ]
podstatné jméno
[editovat]- rod střední
skloňování
[editovat]Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | πρόσωπο | πρόσωπα |
genitiv | προσώπου | προσώπων |
akuzativ | πρόσωπο | πρόσωπα |
vokativ | πρόσωπο | πρόσωπα |
význam
[editovat]synonyma
[editovat]související
[editovat]- προσωπικός
- αυτοπρόσωπος
- εκπροσωπώ
- διπρόσωπος
- προσωπολάτρης
- ευπρόσωπος
- αντιπροσωπεύω
- ταυτοπροσωπία
- αποπροσωποποίηση
- εκπρόσωπος
- μακροπρόσωπος
- προσωπομετρικός
- προσωποκράτηση
- απροσωποληψία
- αντιπροσώπευση
- πολυπρόσωπος
- προσωπογνωστικός
- τετραγωνοπρόσωπος