τρέμω
Vzhled
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [ˈtɾe.mɔ]
sloveso
[editovat]- ambitranzitivní
- pravidelné
význam
[editovat]- třást se, chvět se
- Οι μετανάστες, ανάμεσά τους και πέντε παιδιά, έτρεμαν από το κρύο όταν τους πλησίασαν οι υπηρεσίες πρώτων βοηθειών κοντά στο Μπράνεμπουργκ – Když se k nim přiblížily služby první pomoci poblíž Brandenburku, migranti, mezi nimi i pět dětí, se třásli zimou[1]
- «Έτρεμαν από το κρύο και βρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση»: Μετανάστες πέρασαν στη Γερμανία σε βαγόνι εμπορικού τρένου.
- obávat se
- Τρέμεις τις οικογενειακές γιορτές; – Obáváš se rodinných svátků?
- Δε θα τρέμουμε μήπως έρθει η συζήτηση σε σένα. – Nebudem se strachovat, jestli náhodou nepřijde řeč i na tebe.
synonyma
[editovat]související
[editovat]starořečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [ˈtrɛ.mɔː]
sloveso
[editovat]- intranzitivní
význam
[editovat]- třást se, chvět se
- ἄν ποτ᾽ ἀστιβὲς ἄλσος ἐς τᾶνδ᾽ ἀμαιμακετᾶν κορᾶν, ἃς τρέμομεν λέγειν καὶ παραμειβόμεσθ᾽ ἀδέρκτως, ἀφώνως, ἀλόγως τὸ τᾶς.
související
[editovat]poznámky
[editovat]- ↑ Γερμανία: Διακινητής εγκατάλειψε μετανάστες-παιδιά στους -20 βαθμούς (Německo: Převaděč opustil migrantské děti v mínus dvaceti)