εισβάλλω
Vzhled
řečtina
[editovat]výslovnost
[editovat]- IPA: [i'zva.lo]
sloveso
[editovat]- ambitranzitivní
- nepravidelné
skloňování
[editovat]Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | εισβολή | εισβολές |
genitiv | εισβολής | εισβολών |
akuzativ | εισβολή | εισβολές |
vokativ | εισβολή | εισβολές |
význam
[editovat]- (policejní slang) násilně vstoupit, vpadnout
- Αγνωστοι δράστες εισέβαλαν με αυτοκίνητο, λίγο μετά τις 4 τα ξημερώματα, σε κατάστημα ηλεκτρονικών στη συμβολή της Πέτρου Ράλλη. – Neznámí pachatelé se vlámali autem, krátce po čtvrté hodině ranní, do obchodu s elektronikou na křižovatce...
- (ve vojenství) vpadnout, provést invazi, vtrhnout
- Την 1η του Σεπτέµβρη 1939, η Γερµανία εισέβαλε στην Πολωνία και µέσα σε δύο περίπου εβδοµάδες συνέτριψε, όντως, τον πολωνικό στρατό. – Prvního září 1939 vtrhlo Německo do Polska a zhruba za dva týdny fakticky rozdrtilo polskou armádu.[1]
související
[editovat]poznámky
[editovat]- ↑ Vasilis Kostis: Εισέβαλε η Σοβιετική Ένωση στην Πολωνία;, 30.srpen 2019